- κεράμιος
- -α, -ο(ν) (Α κεράμιος, -ία, -ον) [κέραμος]1. κεράμειος*.2. το ουδ. ως ουσ. το κεράμιο(ν)αγγείο από πηλό, πήλινο αγγείο, υδρία («οἴνου δὲ κεράμια χίλια», Ξεν.)νεοελλ.το ουδ. ως ουσ. το κεράμιο γένος ροδοφυκών τής οικογένειας ceramiaceaeαρχ.1. το αρσ. ως ουσ. ὁ κεράμιοςο κεραμέας2. το ουδ. ως ουσ. το κεράμιοννεκρικὴ λάρνακα, σαρκοφάγος.
Dictionary of Greek. 2013.